συλληξις

συλληξις
    σύλληξις
    σύλ-ληξις
    -εως ἥ сочетание в порядке жребия Plut.
    

παλαιστῶν σ. Plat. — распределение борцов по парам в порядке жребия


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συλληξις" в других словарях:

  • σύλληξις — joining together by lot fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύλληξις — ήξεως, ἡ, Α 1. σύμπτωση, συνδυασμός με κλήρωση ή κατά τύχην («τύχην ἡγουμένοις αἰτίαν τῆς ξυλλήξεως», Πλάτ.) 2. φρ. «σύλληξις πυκτῶν» η επιλογή πυγμάχων με κλήρωση (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λῆξις (< λαγχάνω «τυχαίνω με κλήρο»)] …   Dictionary of Greek

  • σύλληξιν — σύλληξις joining together by lot fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλλήξεως — συλλήξεω̆ς , σύλληξις joining together by lot fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλήξεως — συλλήξεω̆ς , σύλληξις joining together by lot fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»